- μεγαλοπρεπεστάτου
- μεγαλοπρεπήςbefitting a great manmasc/neut gen superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
велелѣпьлыи — (1*) пр. Знатный: поѩса ѡбнажитсѩ рекше сана лишенъ боудеть. и за моукоу •е҃• литръ злата истѩзанъ боудеть ѡ(т) велелѣплаго комита. (μεγαλοπρεπεστάτου) КР 1284, 235а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek